- γαστροτόμο
- το (Α γαστροτόμος, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται σε εγχειρήσεις τού στομάχουαρχ.αυτός που ανοίγει την κοιλιά τού νεκρού για να τόν ταριχεύσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -τομος < τέμνω].
Dictionary of Greek. 2013.